Ο ισχυρισμός ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι βιώσιμη κινητικότητα δίνει την εντύπωση ότι δεν ρυπαίνουν, στην πραγματικότητα όμως αυτό που κάνουν είναι να μεταφέρουν τη ρύπανση στον τόπο παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Η απαλαγή μάλιστα του τόπου κατανάλωσης της ενέργειας από τη ρύπανση είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει τελικά και στην αύξηση της χρήσης τους και της κατανάλωσης ενέργειας, ένα φαινόμενο που παρατηρείται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις και είναι γνωστό με τον όρο «παράδοξο του Jevons». Θα είναι δυνατόν λ.χ. να κυκλοφορούν στο δακτύλιο χωρίς περιορισμούς, και γενικότερα δεν θα υπάρχουν στις περιοχές όπου κινούνται διαμαρτυρίες για ρύπανση, η οποία όμως θα έχει μεταφερθεί αλλού, και έτσι η χρήση τους και η ενέργεια που καταναλώνεται θα αυξηθεί.
Υπάρχει βεβαίως η υπονοούμενη παραδοχή ότι η ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πράγμα όμως που δεν ισχύει σήμερα, γιατί, κατά το μεγαλύτερο μέρος παράγεται ακόμα από ορυκτά καύσιμα. Ακόμα και η υπόσχεση ότι στο μέλλον θα παράγεται αποκλειστικά από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένο είναι και το πιθανότερο είναι να παραμείνει ευσεβής πόθος, για το ορατό τουλάχιστον μέλλον, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια.
Έτσι δημιουργείται ο μεγάλος κίνδυνος, που για κάποιους είναι σχεδιασμένη στρατηγική, να χρησιμοποιηθεί η πυρηνική ενέργεια ως η κύρια πηγή για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, που δημιουργεί κινδύνους πολύ μεγαλύτερους από αυτούς των ορυκτών καυσίμων. Η πυρηνική ενέργεια είναι ικανή να αφανίσει κυριολεκτικά τον πολιτισμό ή ίσως και την ανθρωπότητα. Η εκτεταμένη χρήση της σε όλο τον κόσμο μετατρέπει τη στατιστική πιθανότητα ατυχημάτων, όπως του Τσερνόμπιλ και της Φουκουσίμα, σε βεβαιότητα (που, γι’ αυτό το λόγο, δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως ατυχήματα). Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θα είχε συμβεί αν στη Συρία και το Ιράκ υπήρχαν σταθμοί πυρηνικής ενέργειας την εποχή που είχαν καταληφθεί από το λεγόμενο «ισλαμικό κράτος», και έπεφτε στα χέρια αυτής της οργάνωσης πυρηνικό υλικό. Ακόμα και κοινοί εγκληματίες ή εκβιαστές, χωρίς πολιτικά κίνητρα αλλά επιδιώκοντας απλώς πλουτισμό, ή και μεμονωμένα άτομα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα πυρηνικά υλικά για τους σκοπούς τους. Για να απορροφηθεί και πάλι στο υπέδαφος, από όπου αντλήθηκε με τη μορφή ορυκτών καυσίμων το διοξείδιο του άνθρακα, που εκλύθηκε τους δύο αυτούς αιώνες της βιομηχανικής εποχής, θα πρέπει να περάσουν αιώνες. Η πυρηνική μόλυνση όμως, που, αν διαδοθεί η πυρηνική τεχνολογία στον ίδιο βαθμό με την παραγωγή ηλεκτρισμού από ορυκτά καύσιμα σήμερα, με στατιστική βεβαιότητα θα συμβεί, θα παραμείνει για εκατομμύρια χρόνια. Η περιοχή γύρω από το Τσερνόμπιλ εξακολουθεί 35 χρόνια μετά να είναι μη κατοικίσιμη για ανθρώπους και αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει στο ορατό μέλλον. Η αποτροπή διάδοσης των πυρηνικών όπλων θα γίνει ακόμα δυσκολότερη και κάποιοι πόλεμοι με πυρηνικά όπλα ίσως αναπόφευκτοι.
Κάποιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι σήμερα τεχνολογικά ώριμες και οικονομικές (ιδίως η ηλιακή και η αιολική), το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι είναι διαλείπουσες και υπάρχει ετεροχρονισμός ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Η αποθήκευσή της ενέργειάς τους (κυρίως μπαταρίες και αντλιοταμιευτήρες) παραμένει ακριβή τόσο χρηματικά, όσο και περιβαλλοντικά, παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για μείωση του κόστους. Το υδρογόνο, που εμφανίζεται ως μια μορφή καυσίμου παραγόμενο από ανανεώσιμες πηγές έχει πολύ περισσότερες δυσκολίες χρήσης σε σχέση με τα υπάρχοντα ορυκτά καύσιμα. Το υδρογόνο είναι ελαφρύ αέριο σχηματίζει εκρηκτικό μείγμα με το οξυγόνο και αποθηκεύεται δύσκολα. Απαιτεί μεγάλες δεξαμενές και αν υγροποιηθεί χρειάζεται πολύ ενέργεια, μεγάλη πίεση, δεξαμενές μεγάλης αντοχής που αυξάνουν το βάρος τους και ειδικές επιστρώσεις στους αγωγούς μεταφοράς επειδή διαφεύγει εύκολα. Το πρόβλημα της εξεύρεσης οικονομικού, ασφαλούς και περιβαλλοντικά αποδοτικού τρόπου αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιλυθεί στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που υπάρχει με αυτές τις πηγές ενέργειας είναι ότι δεν είναι πάντα βιώσιμες όπως ισχυρίζονται. Ένα φωτοβολταϊκό σε μια ταράτσα είναι πράγματι βιώσιμη ενέργεια, σε μία δασική περιοχή όμως, όπου στερεί το οξυγόνο και την απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα που παράγουν τα δέντρα, ή σε μία παραγωγική αγροτική έκταση, δεν είναι. Βιοαέριο που παράγεται από απορρίμματα τροφίμων και καλλιεργειών είναι πράγματι βιώσιμη ενέργεια, αλλά όταν δημιουργούνται φυτείες που καταστρέφουν δασικές εκτάσεις με άγρια ζωή δεν είναι. Το ίδιο ισχύει και με τις ανεμογεννήτριες και τις υπόλοιπες μορφές ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.
Η εξίσωση λοιπόν, εξηλεκτρισμός ίσον βιωσιμότητα είναι λανθασμένη, ψευδής και αποπροσανατολιστική για τις προσπάθειες μιας πραγματικά βιώσιμης ανάπτυξης. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να επιδοτούνται οι ηλεκτρικές κουζίνες και να μην επιδιώκεται η χρήση του φυσικού αερίου για το μαγείρεμα, όπως σωστά συμβαίνει όσον καιρό ο ηλετρισμός παράγεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από ορυκτά καύσιμα, γιατί με τον τρόπο αυτό γίνεται καλύτερη εκμετάλλευση της ενέργειας. Αν χρησιμοποιηθούν βιοκαύσιμα στα υπάρχοντα αυτοκίνητα που κινούνται με κινητήρες εσωτερικής καύσεως, δεν θα διαφέρουν σε τίποτε από άποψη βιωσιμότητας από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Και η βελτίωση της βιωσιμότητας στη θέρμανση των κατοικιών δεν επιδιώκεται με τη χρήση ηλεκτρικών θερμαστρών, αλλά με καλή μόνωση.
Η απάντηση επομένως στις απαιτήσεις βιωσιμότητας για την προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι ο εξηλεκτρισμός, αλλά η μείωση της σπατάλης της ενέργειας. Κάθε μορφή ενέργειας, ακόμη και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχει περιβαλλοντικό κόστος και θα πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και αποτελεσματικά. Τα ορυκτά καύσιμα, που είναι ουσιαστικά αποθηκευμένη ηλιακή πριν από εκατομμύρια χρόνια ενέργεια, μπορεί να αντληθεί με απεριόριστα ταχύ ρυθμό. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όμως, ακόμα και αν μπορούν να αποθηκευτούν για μικρό χρονικό διάστημα, ουσιαστικά καταναλώνονται την εποχή που παράγονται, επομένως υπάρχουν περιορισμοί που έχουν σχέση με την εδαφική έκταση που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, γιατί οι εκτάσεις στη γη δεν είναι απεριόριστες, και με αυτές θα πρέπει να ικανοποιηθούν και οι υπόλοιπες ανάγκες (οικιστικές, καλλιέργειες κλπ) του ανθρώπου, αλλά και των υπόλοιπων ειδών ζωής, όσων αυτός δεν έχει ακόμα αφανίσει.
Στον τομέα των μεταφορών επομένως η απαίτηση για οικονομική και αποδοτική χρήση της ενέργειας απαιτεί την ελαχιστοποίηση της χρήσης του ΙΧ αυτοκινήτου. Μέσα στις πόλεις η ενεργειακή σπατάλη μπορεί να αποφευχθεί με τη χρήση μέσων συλλογικής μεταφοράς που έχουν πολύ χαμηλότερη κατανάλωση ανά μεταφερόμενο πρόσωπο και απαιτούν πολύ μικρότερους χώρους για την κίνησή τους. Έτσι μπορούν οι πόλεις να παραμείνουν συμπαγείς και να περιοριστεί η αστική διάχυση, ώστε οι αποστάσεις να είναι μικρότερες και ένα μεγάλο μέρος μετακινήσεων να γίνονται με τα πόδια ή με το ποδήλατο. Τέτοιες πολεις μπορεί να καταναλώνουν για τις μεταφορές μικρό κλάσμα της ενέργειας που καταναλώνεται σήμερα, ώστε να μπορεί να ικανοποιηθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να γίνουν πραγματικά ενεργειακά βιώσιμες. Στους κύριους μεταφορικούς άξονες η χρήση του σιδηρόδρομου αντί για κλειστούς αυτοκινητόδρομους μπορεί να προσφέρει μεγάλη μείωση της ενέργειας που καταναλώνεται για μεταφορές εκτός πόλεων.